διανοητικός

διανοητικός
η , ό[ν]
1) умственный; мыслительный; интеллектуальный; духовный;

διανοητική υπερκόπωση — умственное переутомление;

διανοητικές ικανότητες — умственные, мыслительные способности;

2) умный, вдумчивый, серьёзный, глубокомысленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διανοητικός" в других словарях:

  • διανοητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διανόηση, στη νόηση. 2. ο στοχαστικός, ο βαθυστόχαστος: Διανοητική ποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοητικά — διανοητικός of neut nom/voc/acc pl διανοητικά̱ , διανοητικός of fem nom/voc/acc dual διανοητικά̱ , διανοητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικώτερον — διανοητικός of adverbial comp διανοητικός of masc acc comp sg διανοητικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικῶν — διανοητικός of fem gen pl διανοητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικόν — διανοητικός of masc acc sg διανοητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικαῖς — διανοητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικαί — διανοητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικοῖς — διανοητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητικοί — διανοητικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»